μικροοικονομική

μικροοικονομική
Μελέτη των οικονομικών φαινομένων στο επίπεδο της οικονομικής μονάδας (καταναλωτής, επιχείρηση). Τα διαχωριστικά όρια με την μακροοικονομική (βλ. λ.) είναι σχετικά δυσδιάκριτα. Ωστόσο σε γενικές γραμμές μπορεί να ειπωθεί ότι η μ. εστιάζει στις επιλογές και στον τρόπο λήψης των αποφάσεων σε ατομικό επίπεδο. Βασικό πρόβλημα της μ. είναι η κατανομή των περιορισμένων πόρων για την ικανοποίηση των απεριόριστων ανθρωπίνων αναγκών και βασικές έννοιες είναι η διαμόρφωση της προσφοράς προϊόντων και υπηρεσιών από τις επιχειρήσεις, η διαμόρφωση της ζήτησης για προϊόντα και υπηρεσίες από τους καταναλωτές και η διαμόρφωση της ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης μέσα από τις δυνάμεις της αγοράς, δηλαδή ο καθορισμός της τιμής και της ποσότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών. Κομβικό ρόλο για την ανάλυση της συμπεριφοράς των οικονομικών μονάδων είναι ο homo economicus (οικονομικός άνθρωπος), μια επιστημονική κατασκευή η οποία αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο ως ένα ον με τρία χαρακτηριστικά: ορθολογική λήψη των αποφάσεων, προσπάθεια για μεγιστοποίηση του ατομικού συμφέροντος και πλήρη πληροφόρηση για τις συνθήκες στην αγορά. Επιμέρους κεφάλαια στη μ. ανάλυση είναι η Θεωρία της ζήτησης, η θεωρία της επιχείρησης, η οργάνωση της αγοράς, η θεωρία της οικονομικής ευημερίας, η αγορά εργασίας και των άλλων παραγωγικών συντελεστών και η ανάλυση της γενικής ισορροπίας.
* * *
η
(οικον.) η μελέτη τής οικονομικής συμπεριφοράς τού ατομικού καταναλωτή, τής επιχείρησης και τών κλάδων παραγωγής και τής διανομής τής συνολικής παραγωγής και τού εισοδήματος μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. microeconomics (βλ. μικρ[ο]-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • προτίμηση — η / προτίμησις, ήσεως, ΝΜΑ, δωρ. τ. προτίμασις Α [προτιμῶ] 1. το να τιμά ή να εκτιμά κανείς κάποιον («πλήθους τε ἰσονομίας πολιτικῆς καὶ ἀριστοκρατίας σώφρονος προτιμήσει», Θουκ.) 2. η απόδοση μεγαλύτερης σημασίας ή αξίας σε κάποιον ή σε κάτι 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”